Πλατεία.
Κάτι παλεύεις να μου πεις.
θαρρεις πως δεν ακούω.
Ματώνεις μια,
τσακίζεις δυο,
Αγχόνη περιμένεις.
Σε αγγίζω μα λιγοψυχώ,
την λύτρωση να δώσω.
Ειν’το σαμάρι σου βαρύ,
μα δεν τολμώ να διώξω.
Μονό μαζεύεις κάρβουνο,
την ιστορία να γράψω.
Σε τοίχους μαύρους σκοτεινούς,
που ο θεός δεν μπαίνει.
Είναι ιστορίες ζοφερές,
για ανθρώπους κατσαρίδες.
Είναι ιστορίες απόκοσμες,
οπου πατάς παιγμενες.
Είναι ιστορίες σύντομες,
που ακολουθούν για πάντα.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ